πιδακώδεις

πιδακώδεις
πῑδακώδεις , πιδακώδης
full of springs
masc/fem acc pl
πῑδακώδεις , πιδακώδης
full of springs
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πιδακώδης — ες, Α [πίδαξ, ακος] 1. πιδακόεις*, γεμάτος από πηγές («πιδακώδεις τόποι τῆς γῆς», Πλούτ.) 2. φρ. «πιδακώδης σάρξ» (για τους μαστούς τής γυναίκας) σάρκα που αναβλύζει το γάλα σαν πηγή (Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”